ἀστερίου

ἀστερίου
ἀστέριος
starred
masc/neut gen sg
ἀστερίας
starred
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀστερίου — Ἀστέριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αστερίου, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι, χτισμένο στη δυτική πλαγιά του Υμηττού, περίπου 3 χλμ. Β της μονής Καισαριανής. Η ονομασία του προέρχεται ίσως από κάποιον μοναχό Αστέριο ή από τον όσιο Λουκά τον Στειριώτη ή –κατά παρετυμολογία– Αστεριώτη, που μόνασε πιθανώς …   Dictionary of Greek

  • επιτολή — η (AM ἐπιτολή) [επιτέλλω] ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα αρχ. μσν. εντολή, διαταγή αρχ. 1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.) 2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως… …   Dictionary of Greek

  • Μάικελσον, Άλμπερτ Άμπραχαμ — (Albert Abraham Michelson, Στρέλνο, Γερμανία 1852 – 1931). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός, γερμανικής καταγωγής. Μετανάστευσε με την οικογένειά του σε ηλικία 2 ετών στις ΗΠΑ. Σπούδασε στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ, από την οποία αποφοίτησε …   Dictionary of Greek

  • Anastasia Danae Lazaridis — Anastasia Danae Lazaridis, auch Lazaridou (griechisch Αναστασία Δανάη Λαζαρίδου) ist eine griechische Neogräzistin und seit 1995 Lehrbeauftragte für Neugriechische Sprache und Literatur an der Universität Genf. Arbeitsgebiete von Lazaridis… …   Deutsch Wikipedia

  • Asterios Argyriou — (griechisch Αστέριος Αργυρίου; * 1935) ist ein griechischer Theologe und Neogräzist und emeritierter Professor für neugriechische Sprache und Literatur an der Universität Strassburg. Argyriou wurde 1963 mit einer Arbeit über die Auffassung… …   Deutsch Wikipedia

  • Konstantinos A. Dimadis — Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (* 1940) ist ein griechischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik an der Freien Universität Berlin. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Arbeitsschwerpunkte 3 Schriften …   Deutsch Wikipedia

  • αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… …   Dictionary of Greek

  • επικατάδυσις — έπικατάδυσις, ἡ (Α) 1. η δύση αστεριού μετά την ανατολή ή τη δύση τού ηλίου 2. αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο …   Dictionary of Greek

  • επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”